Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τιτίβισμα το [titívizma] Ο49 : η ενέργεια του τιτιβίζω, η φωνή του μικρού πουλιού, και μτφ., οι φωνές των μικρών παιδιών: H αυλή του σχολείου γέμιζε από τα τιτιβίσματα των μικρών μαθητών. Οι φωνούλες των παιδιών ακούγονταν σαν ~ πουλιών.
[τιτιβισ- (τιτιβίζω) -μα]