Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τιτάνιο το [titánio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο της ομάδας των μετάλλων, που μοιάζει με το χάλυβα και που χρησιμοποιείται πολύ στη μεταλλουργία.
[λόγ. < νλατ. titanium < ελνστ. τίταν(ος) `γύψος΄ -ium = -ιον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τιτάνιος -α -ο [titánios] Ε6 : που ταιριάζει σε τιτάνα2, για να χαρακτηρίσουμε κτ. που φαίνεται ότι υπερβαίνει τις ανθρώπινες δυνατότητες, τα ανθρώπινα μέτρα· γιγάντιος, υπεράνθρωπος: ~ αγώνας. Tιτάνια πάλη. Ένα τιτάνιο έργο.
[λόγ. < ελνστ. Τιτάνιος `των Τιτάνων΄ & σημδ. γαλλ. titanesque (< λατ. Titan < αρχ. Τιτάν)]