Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τιτάνας ο [titánas] Ο2 : 1. (μυθ.) Tιτάνες, αρχαίες ελληνικές θεότητες, παιδιά του Ουρανού και της Γης. 2. (μτφ.) άνθρωπος με εκπληκτικές σωματικές ή πνευματικές ικανότητες· γίγαντας: Οι τιτάνες του πνεύματος. Ο Mπετόβεν υπήρξε ένας ~ της τέχνης.
[λόγ.: 1: αρχ. Τιτάν, αιτ. -ᾶνα· 2: σημδ. γαλλ. titan (στη νέα σημ.) < λατ. Titan < αρχ. Τιτάν]