Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τιρκουάζ το [tirkuáz] & τουρκουάζ το [turkuáz] Ο (άκλ.) : 1. πολύτιμος λίθος σε χρώμα ανοιχτό μπλε προς το πράσινο: Δαχτυλίδι / καρφίτσα με ~. 2. το χρώμα που έχει ο παραπάνω λίθος: Σου πηγαίνει πολύ το ~. || (ως επίθ.): Φορούσε μια ρόμπα ~.
[λόγ. < γαλλ. turqoise· υποχωρ. αφομ. [i-u > u-u] ]