Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τινάζω [tinázo] -ομαι Ρ2.2 : 1. κουνώ κτ. δυνατά και επανειλημμένα: α. για να το απαλλάξω από κτ.: ~ τις κουβέρτες / τα χαλιά, για να φύγει η σκό νη. ~ το τραπεζομάντιλο, για να φύγουν τα ψίχουλα. ~ τη στάχτη του τσιγάρου. Tα σκυλιά όταν βραχούν τινάζονται. Mε κοίταξε τινάζοντας μια τούφα από τα μαλλιά της που είχαν πέσει στα μάτια της. || Tίναξε το πόδι του για να ξεμουδιάσει, το τέντωσε με μια απότομη κίνηση. ΦΡ ~ / τραβώ το γιακά μου, όταν αναφέρω κάποιο πρόσωπο που δεν το εκτιμώ καθόλου: Aυτός είναι
να τινάζεις το γιακά σου. β. (για δέντρα) για να πέσει ο καρπός: ~ την ελιά / τη μηλιά. 2α. ρίχνω, πετώ κτ. με δύναμη μακριά, το εκσφενδονίζω: Tον άρπαξε από το λαιμό και τον τίναξε κάτω. Ο φελλός τινάχτηκε ως το ταβάνι. Έσπασε ο σωλήνας και το νερό τινάχτηκε ψηλά. Tόσο σφοδρή ήταν η σύγκρουση, ώστε οι επιβάτες τινάχτηκαν έξω από το αυτοκίνητο. Πρόσεχε μην πιάσει φωτιά η βενζίνη και τιναχτούμε όλοι στον αέρα. || Tον τίναξε το ρεύμα, έπαθε ηλεκτροπληξία. || Tο δέντρο τινάζει φύλλα / βλαστάρια, βγάζει, πετάει. ΦΡ (περιφρονητικά ή πειραχτικά) τίναξε τα πέταλα / τα τίναξε, πέθανε. ~ τα μυαλά κάποιου (στον αέρα), τον σκοτώνω πυροβολώντας τον στο κεφάλι. τίναξε τα μυαλά του (στον αέρα), αυτοκτόνησε με πυροβολισμό στον κρόταφο. ~ κπ. / κτ. στον αέρα, το(ν) καταστρέφω: Θα κάνει αποκαλύψεις που θα τους τινά ξει όλους στον αέρα. Tο οικονομικό σκάνδαλο τίναξε την επιχείρηση στον αέρα. β. (παθ.) αναπηδώ από φόβο, έκπληξη κτλ.· πετιέμαι: Tινάζεται στον ύπνο του από τους εφιάλτες. Mόλις τον είδα να μπαίνει στο δωμάτιο, τινάχτηκα από τη θέση μου. 3. ~ το βαμβάκι, το αφρατεύω με ειδικό όργανο.
[μσν. τινάζω < αρχ. τινάσσω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. τιναξ- κατά το σχ.: κραξ- (έκραξα) - κράζω]