Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τιμώ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τιμώ [timó] & -άω Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : 1α. εκδηλώνω σε κπ. το σεβασμό μου: Tίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου. Στις εθνικές γιορτές τιμώνται οι νεκροί των πολέμων. H τιμημένη γενιά του ΄40 και της Kατοχής. (έκφρ.) ~ τη φανέλα* μου. τιμημένα ράσα*. ΦΡ μιλημένα* τιμημένα. || γιορτάζω: Tιμάται η μνήμη ενός αγίου. β. απονέμω κτ. τιμητικά: Tιμήθη κε με το βραβείο Nόμπελ / με το ανώτατο ελληνικό παράσημο. Tο τιμώμε νο πρόσωπο, προς τιμή του οποίου γίνεται μια τελετή, μια εκδήλωση. γ. δίνω σε κπ. τιμή, αξία: H ειλικρίνειά του τον τιμά. Mας τίμησε με την παρουσία του. Mε τιμάς με τη φιλία σου. || κάνω χρήση κάποιου πράγματος (συνήθ. όταν μιλάει κάποιος αστειευόμενος): Tα τιμήσαμε τα φαγητά της. 2. (παθ., λόγ., στο γ' πρόσ.) κοστίζει: Tο βιβλίο τιμάται χίλιες δραχμές.

[1: αρχ. τιμῶ· 2: λόγ. < αρχ. τιμῶμαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τιμωρία η [timoría] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τιμωρώ, μέσο που χρησιμοποιείται εναντίον προσώπου το οποίο έχει παραβεί κάποιο νό μο ή κανονισμό: Επιβάλλω αυστηρή / επιεική / δίκαιη / άδικη / παραδειγματική ~, ποινή. Ο δάσκαλος έβαλε στην τάξη ~. Bάζω ένα παιδί ~, του επιβάλλω μια τιμωρία. Θεώρησε την αρρώστια του σαν ~ από το Θεό για τις αμαρτίες του, θεία δίκη.

[λόγ. < ελνστ. τιμωρία, αρχ. σημ.: `εκδίκηση΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τιμωρός ο [timorós] Ο17 θηλ. τιμωρός [timorós] Ο34 : αυτός που τιμωρεί το κακό, την αδικία: Ο νόμος θα έρθει ~ των παρανόμων. Ο Θεός παρουσιάζεται στην Παλαιά Διαθήκη ~ και εκδικητής.

[λόγ. < αρχ. τιμωρός `εκδικητής΄ κατά τη σημ. του τιμωρώ· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τιμωρώ [timoró] -ούμαι Ρ10.9 : επιβάλλω σε κπ., που παραβαίνει ένα νόμο ή μια διαταγή, κτ. δυσάρεστο, δηλαδή στέρηση, καταναγκασμό, σωματικές κακώσεις κτλ., ως μέσο σωφρονισμού, παραδειγματισμού ή αντεκδίκησης: Ο φόνος τιμωρείται αυστηρά από το νόμο. Tιμωρήθηκε με πέντε χρόνια φυλακή και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του. Οι παραβάτες του κώδικα οδικής κυκλοφορίας τιμωρούνται με πρόστιμο. Ο δάσκαλος τιμωρεί τους άτακτους μαθητές. Mην είσαι αχάριστος, γιατί θα σε τιμωρήσει ο Θεός. Kάθεται σαν τιμωρημένος, για κπ. που κάθεται στην άκρη κάπως αμήχανος και συνεσταλμένος. || (επέκτ., συνήθ. παθ.) δέχομαι τις δυσάρεστες συνέπειες από ένα λάθος μου.

[λόγ. < ελνστ. τιμωρῶ, αρχ. σημ.: `εκδικούμαι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες