Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τιμωρία η [timoría] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τιμωρώ, μέσο που χρησιμοποιείται εναντίον προσώπου το οποίο έχει παραβεί κάποιο νό μο ή κανονισμό: Επιβάλλω αυστηρή / επιεική / δίκαιη / άδικη / παραδειγματική ~, ποινή. Ο δάσκαλος έβαλε στην τάξη ~. Bάζω ένα παιδί ~, του επιβάλλω μια τιμωρία. Θεώρησε την αρρώστια του σαν ~ από το Θεό για τις αμαρτίες του, θεία δίκη.
[λόγ. < ελνστ. τιμωρία, αρχ. σημ.: `εκδίκηση΄]