Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τιμολογιακός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τιμολογιακός -ή -ό [timolojiakós] Ε1 : (οικον.) που έχει σχέση με την τιμολόγηση αγαθών και υπηρεσιών: H τιμολογιακή πολιτική της κυβέρνησης έχει στόχο τη μείωση του πληθωρισμού.

[λόγ. τιμολόγι(ον) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες