Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τιμοκατάλογος ο [timokatáloγos] Ο19 : πίνακας με τα είδη που πουλάει ή με τις υπηρεσίες που παρέχει ένα κατάστημα και με τις αντίστοιχες τιμές: Tα εστιατόρια έχουν τιμοκατάλογο των φαγητών.
[λόγ. τιμ(ή)ΙΙ -ο- + κατάλογος μτφρδ. αγγλ. price-list]