Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τιμάριο το [timário] Ο40 : 1. μεγάλη έκταση αγροτικής γης που παραχωρούσε ο σουλτάνος σε στρατιωτικό, με αντάλλαγμα τη στρατιωτική υπηρεσία που πρόσφερε αυτός στο οθωμανικό κράτος· άρνηση υπηρεσίας είχε ως συνέπεια την ανάκληση του τιμαρίου· (πρβ. φέουδο, τσιφλίκι). 2. (μτφ.) για να χαρακτηρίσουμε έναν τομέα όπου ασκείται η εξουσία με τρό πο αυθαίρετο· φέουδο: Tο υπουργείο δεν είναι ~ κανενός.
[λόγ. < μσν. τιμάριον < περσ. timar -ιον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τιμαριούχος ο [timariúxos] Ο18 : κάτοχος τιμαρίου.
[λόγ. τιμάρι(ον) + -ούχος]