Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τικ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τικ 1 το [tík] Ο (άκλ.) : σύντομος μυϊκός σπασμός, κυρίως του προσώπου, που επαναλαμβάνεται ακούσια: Έχει ένα νευρικό ~, ν΄ ανοιγοκλείνει τα μάτια του.

[λόγ. < γαλλ. tic (ηχομιμ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τικ 2 το : σκληρό και ανθεκτικό ξύλο από δέντρο τροπικών χωρών, που το χρησιμοποιούν στη ναυπηγική και στην επιπλοποιία.

[λόγ. < αγγλ. teak (από γλ. της Ινδίας)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τικ τακ [tík ták] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει το θόρυβο που κάνει ένας μηχανισμός, κυρίως του ρολογιού, όταν δουλεύει. || (επέκτ.) για κάθε παρόμοιο ρυθμικό χτύπο: H καρδιά του έκανε ~, και ως έκφραση, για ερωτικά καρδιοχτύπια. || (ως ουσ.): Tον ενοχλούσε το ~ του ρολογιού.

[λόγ. < γαλλ. tic tac]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τίκτω [tíkto] -ομαι Ρ αόρ. γ' πρόσ. έτεκε : (λόγ.) γεννώ: H Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει. Ο άνδρας γεννά και η γυναίκα τίκτει, για να τονιστεί και να διαχωριστεί ο διαφορετικός ρόλος των δύο φύλων στη διαδικασία της γέννησης. (έκφρ.) τι τέξεται η επιούσα*; || (παρωχ.): H κ. Παπακωνσταντίνου, σύζυγος Nικολάου, έτεκε άρρεν.

[λόγ. < αρχ. τίκτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες