Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τηλεφώνημα το [tilefónima] Ο49 : η ενέργεια του τηλεφωνώ, η συνομιλία από το τηλέφωνο: Kάνω ένα ~. Παίρνω / δέχομαι ένα ~. Aστικό / υπερα στικό ~. Tηλεφωνήματα εξωτερικού.
τηλεφωνηματάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. τηλεφωνη- (τηλεφωνώ) -μα]