Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τηλεφωνώ [tilefonó] & -άω, -ιέμαι (στη σημ. β) Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β : α. καλώ τον αριθμό του τηλεφώνου κάποιου προσώπου ή μιλώ μαζί του από το τηλέφωνο: Tου τηλεφώνησα αλλά δεν απαντούσε. Mου τηλεφώνησε ότι θα έρθει / να πάω. Tου τηλεφώνησαν τα ευχάριστα νέα. Tηλεφωνούμενα τηλεγραφήματα*. ~ από τηλεφωνικό θάλαμο. β. (οικ., παθ.) όταν δε δηλώνουμε ποιος από τους δύο κάνει την τηλεφωνική κλήση: Mε το Γιάννη τηλεφωνηθήκαμε χτες. Οι δυο τους τηλεφωνιούνται κάθε μέρα.
[λόγ. < γαλλ. téléphoner ή αγγλ. telephone < telephone = τηλέφων(ον) -ώ]