Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τηλεσκοπικός -ή -ό [tileskopikós] Ε1 : 1α. που ανήκει στο τηλεσκόπιο: ~ φακός. β. που γίνεται με τη βοήθεια του τηλεσκοπίου: Tηλεσκοπικές παρατηρήσεις. || ~ πλανήτης, που είναι ορατός μόνο με το τηλεσκόπιο. 2. για κατασκευή της οποίας το ένα τμήμα μπαίνει μέσα στο άλλο, όπως το κυλινδρικό στέλεχος του τηλεσκοπίου· πτυσσόμενος: Tηλεσκοπική κεραία. Tηλεσκοπικό αμορτισέρ. ~ γερανός.
τηλεσκοπικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. télescopique ή αγγλ. telescopic(al) < telescop(e) = τηλεσκόπ(ιον) -ique, -ic(al) = -ικός]