Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τηλεθέαση η [tileθéasi] Ο33 : 1. η παρακολούθηση τηλεοπτικών προγραμμάτων: Aύξηση του χρόνου τηλεθέασης. 2. σύνολο, ποσοστό ανθρώπων που παρακολουθούν ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα· θεαματικότητα2: H ~ του σίριαλ ανέβηκε την τελευταία εβδομάδα.
[λόγ. τηλε- + θέα(σις) -ση, σύγκρ. τηλεόραση]