Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τηλεγραφόξυλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τηλεγραφόξυλο το [tileγrafóksilo] Ο41 : (οικ.) 1. στύλος επάνω στον οποίο στηρίζονται τα εναέρια τηλεγραφικά σύρματα. 2. (μτφ., μειωτ.) άνθρωπος πάρα πολύ ψηλός και αδύνατος· (συν. για άντρα) λέλεκας, ψηλέας, (συν. για γυναίκα) στέκα, ταβανόσκουπα: ~ είναι αυτή η γυναίκα. Ψηλός σαν ~.

[τηλέγραφ(ος) 1 -ο- + ξύλο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες