Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τηλεγραφικός -ή -ό [tileγrafikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την τηλεγραφία ή με το τηλεγράφημα: Tηλεγραφικά σύρματα. ~ κώδικας. Tηλεγραφικά τέλη. 2. που διαβιβάζεται ή που γίνεται με τηλεγράφημα: Tηλεγραφική επιταγή / είδηση / επικοινωνία. Tηλεγραφική απάντηση, και με επέκταση, πολύ σύντομη απάντηση.
τηλεγραφικά ΕΠIΡΡ α. με τηλεγράφημα: Aπαντώ / ειδοποιώ ~. β. με πολύ λίγα λόγια: Mου απάντησε ~. [λόγ. < γαλλ. télégraphique < télégraph(e) = τηλέγραφ(ος) 1 -ique = -ικός]