Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τηλεβόας ο [tilevóas] Ο2 : φορητό μεταλλικό όργανο με κωνικό σχήμα, που τοποθετείται μπροστά στο στόμα και ενισχύει τη φωνή, ώστε να ακούγεται σε αρκετά μεγάλη απόσταση: Ο ~ καραβιού. Hλεκτρικός ~, τρόμπα μαρίνα.
[λόγ. < αρχ. Τηλεβόας (κύρ. όν.) `που η φω νή του φτάνει μακριά΄]