Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τηγανίτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τηγανίτα η [tiγaníta] Ο25 : (μαγειρ.) γλυκό ή αλμυρό πρόχειρο φαγώσιμο από χυλό, που το ρίχνουν κουταλιά κουταλιά σε καυτό λάδι και το τηγανίζουν: Tηγανίτες με μέλι.

[αρχ. τηγανίτης (ενν. ἄρτος) μεταπλ. σε θηλ. κατά το πίτα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες