Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τηγάνι το [tiγáni] Ο44 : μεταλλικό μαγειρικό σκεύος, άβαθο και στρογγυλό, με μακρύ χέρι, κατάλληλο για να ψήνουν φαγητά σε λάδι ή σε βούτυρο: ~ εμαγιέ / από αλουμίνιο / με αντικολλητική επένδυση. Είναι μαύρος σαν ~, είναι κατάμαυρος. || (έκφρ.) κτ. είναι για ~, μπορεί ή πρέπει να τηγανιστεί: Tα μικρά ψάρια είναι μόνο για ~.
[μσν. τηγάνιν < ελνστ. τηγάνιον υποκορ. του αρχ. τήγανον, τάγηνον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τηγανιά η [tiγaná] Ο24 : α. ποσότητα φαγητού, όση χωράει σε ένα τηγάνι: Θα κάνω μια ~ πατάτες. Έφαγε δύο τηγανιές κεφτέδες. β. (μαγειρ.) είδος φαγητού που παρασκευάζεται από χοιρινό κρέας, τηγανισμένο σε μικρά κομμάτια.
[τηγάν(ι) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τηγανίζω [tiγanízo] -ομαι Ρ2.1 : ψήνω κτ. σε τηγάνι με λάδι ή με βούτυρο: ~ κεφτέδες / κολοκυθάκια. Tα ψάρια δεν είναι καλά τηγανισμένα, είναι ατηγάνιστα.
[ελνστ. τηγανίζω (αρχ. ταγηνίζω)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τηγάνισμα το [tiγánizma] Ο49 : η ενέργεια του τηγανίζω: Tα αυγά δε θέλουν άλλο ~. Ψάρια για ~.
[μσν. τηγάνισμα < τηγανισ- (τηγανίζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τηγανίτα η [tiγaníta] Ο25 : (μαγειρ.) γλυκό ή αλμυρό πρόχειρο φαγώσιμο από χυλό, που το ρίχνουν κουταλιά κουταλιά σε καυτό λάδι και το τηγανίζουν: Tηγανίτες με μέλι.
[αρχ. τηγανίτης (ενν. ἄρτος) μεταπλ. σε θηλ. κατά το πίτα]