Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζόκεϊ 1 ο [dzókei] Ο (άκλ.) : ο επαγγελματίας αναβάτης αλόγου στις ιπποδρομίες.
[λόγ. < αγγλ. jockey]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζόκεϊ 2 ο : το ένα από τα δύο τραπουλόχαρτα που έχουν τη φιγούρα ενός παλιάτσου και που χρησιμοποιούνται ως μπαλαντέρ σε ορισμένα παιχνίδια· τζόκερ.
[< τζόκερ με παρετυμ. τζόκεϊ 1]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζόκεϊ 3 το : είδος κασκέτου, σαν αυτό που φορούν οι τζόκεϊ 1.
[λόγ. < αγγλ. jockey cap]