Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζούντο το [dzúdo] Ο (άκλ.) : είδος ιαπωνικής πάλης που είναι διαδεδομένη και σε πολλά άλλα κράτη ως σπορ· (πρβ. ζίου ζίτσου, καράτε).
[λόγ. < αγγλ. judo (από τα ιαπων.: `απαλότητα΄)]