Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τζοβαΐρι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τζοβαΐρι το [dzovaíri] Ο44 : (λαϊκότρ.) πολύτιμος λίθος. || (επέκτ.) κόσμη μα, στολίδι. || (παρωχ., συναισθ.): ~ μου!, χρυσέ μου.

[τουρκ. cevahir (από τα αραβ.) ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [v] )]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τζοβαϊρικό το [dzovairikó] Ο38 : (λαϊκότρ.) πολύτιμος λίθος· τζοβαΐρι. || (επέκτ., συνήθ. πληθ.) κοσμήματα, στολίδια.

[τζοβαΐρ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες