Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τζιτζιφιόγκος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τζιτζιφιόγκος ο [dzidzifxóŋgos] Ο18 : (παρωχ., μειωτ.) νεαρός που δίνει υπερβολική σημασία στην εξωτερική του εμφάνιση.

[τζιτζί + φιόγκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες