Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τζιν
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τζιν 1 το [dzín] Ο (άκλ.) : οινοπνευματώδες ποτό που γίνεται με απόσταξη δημητριακών.

[λόγ. < αγγλ. jin]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τζιν 2 το : α. ύφασμα βαμβακερό, χοντρό, κατάλληλο για παντελόνια, φούστες κτλ. || (ως επίθ.): ~ παντελόνι / μπουφάν. β. μπλου τζιν1: H νεολαία φοράει πολύ τα ~. || παντελόνι σε οποιοδήποτε χρώμα από ύφασμα τζιν και ως επίθ.: Tο άσπρο / κίτρινο ~ παντελόνι μου.

[αγγλ. jean]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τζίνι το [dzíni] Ο44 : 1. πνεύμα, δημιούργημα της λαϊκής φαντασίας, που έχει την ικανότητα να μεταμορφώνεται σε ζώο ή σε άνθρωπο. 2. (μτφ., οικ.) άνθρωπος πολύ ικανός, δαιμόνιος: Tα τζίνια της τάξης, οι πολύ καλοί μαθητές.

[τουρκ. cin (από τα αραβ.) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες