Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζιζ [dzíz] (άκλ.) : (παιδ.) στην επιφωνηματική έκφραση κάνει ~!, καίει και με επέκταση για κτ. που είναι επικίνδυνο.
[ηχομιμ. ή < τουρκ. ciz (λ. νηπιακή)]