Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζετ το [dzét] Ο (άκλ.) : αεριωθούμενο αεροπλάνο.
[λόγ. < αγγλ. jet]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζετ σετ το [dzét sét] Ο (άκλ.) : διεθνής κοινωνική ομάδα πλουσίων, που συχνάζει σε κοσμικά κέντρα διακοπών και που τα μέλη της χρησιμοποιούν συνήθ. στις μετακινήσεις τους αεροπλάνα τζετ.
[λόγ. < αγγλ. jet set]