Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζαμαρία η [dzamaría] Ο25 : μεγάλη επιφάνεια από τζάμια, που χρησιμεύει ως διαχωριστικό: Έκλεισαν το μπαλκόνι με ~. || (επέκτ.) χώρος που περιβάλλεται από τζαμαρίες· τζαμωτό.
[τζάμ(ι) -αρία]