Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζαζ η [dzáz] Ο (άκλ.) : 1. μουσικό είδος που προέρχεται από τη λαϊκή μουσική των μαύρων της Bορείου Aμερικής. || (ως επίθ.) που έχει σχέση με αυτό το μουσικό είδος: ~ κομμάτι / εκτέλεση / μουσική. 2. ομάδα μουσικών με έγχορδα κυρίως όργανα, που παίζει μουσική τζαζ: H ~ έπαιζε έξαλλους ρυθμούς.
[αγγλ. jazz]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζαζ [dzáz] Ε (άκλ.) : (λαϊκ.) για πρόσωπο με εντελώς ιδιόμορφη και απρόβλεπτη συμπεριφορά, διαφορετική από τα παραδεκτά κοινωνικά πρότυπα, που προξενεί την εντύπωση ότι ζει σε ένα δικό του κόσμο: Πολύ ~ άτομο αυτός ο φίλος σου!
[αγγλ. jazz `παρόμοια αλλά ακαθόριστα πράγματα, σαχλαμάρες΄ < ουσ. jazz (δες στο ουσ. τζαζ)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζαζ μπαντ η [dzáz bánd] Ο (άκλ.) : ορχήστρα που παίζει μουσική τζαζ.
[λόγ. < αγγλ. jazz band]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζαζεύω [dzazévo] Ρ5.2α : (λαϊκ.) συμπεριφέρομαι με τρόπο εντελώς ιδιόμορφο και απρόβλεπτο, διαφορετικό από τα παραδεκτά κοινωνικά πρότυπα: Tζάζεψες τώρα και λες τέτοιες χαζομάρες;
[επίθ. τζαζ -εύω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζαζίστας ο [dzazístas] Ο3 : μουσικός ορχήστρας τζαζ.
[ουσ. τζαζ -ίστας]