Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζίτζιφο το [dzídzifo] Ο41 : ο καρπός της τζιτζιφιάς, που έχει κοκκινωπό χρώμα, στυφή γεύση και μέγεθος μικρής ελιάς.
[ελνστ. ζίζυφον με τροπή [z > dz] ή διατήρηση της αρχ. προφ. [dz] (δες στο ?)]