Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζίτζικας ο [dzídzikas] Ο5 & τζιτζίκι το [dzidzí
i] Ο44 : έντομο αρκετά μεγάλο που τρέφεται από χυμούς δέντρων· το αρσενικό έχει κάτω από τα φτερά του ένα ηχητικό όργανο που παράγει ένα χαρακτηριστικό ήχο: Ο ~ και το μυρμήγκι είναι ένας από τους πιο γνωστούς διδακτικούς μύθους. ΦΡ έξω σκάει κι ο ~, κάνει υπερβολική ζέστη. ΠAΡ ~ ελάλησε, μαύρη ρώγα γυάλισε, άρχισαν να ωριμάζουν τα σταφύλια, δηλαδή ήρθε το καλοκαίρι. [αρχ. τέττιξ, αιτ. -ιγα, -ικα (ηχομιμ.) με επίδρ. του ήχου τζι τζι· τζίτζικ(ας) -ι]