Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τζέντλεμαν ο [dzéndleman] Ο (άκλ.) : αυτός που έχει κομψή και περιποιη μένη εμφάνιση, λεπτούς και ευγενικούς τρόπους, καθώς και συνέπεια και αξιοπρέπεια στις κοινωνικές του σχέσεις· κύριος3.
[λόγ. < αγγλ. gentleman]