Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τζάντζαλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τζάντζαλο το [dzándzalo] Ο41 : (λαϊκότρ.) κουρέλι. || (πληθ.) πλήθος από μικροπράγματα ή μικροαποσκευές που δε θεωρούνται πολύ χρήσιμα ή απαραίτητα· τζάντζαλα μάντζαλα: Tι τα αγόρασες όλα αυτά και γέμισε το σπίτι με τζάντζαλα; Έχουμε να κουβαλήσουμε ένα σωρό τζάντζαλα.

[μσν. *τζάντζαλο (πρβ. μσν. τζάντζαλος `κουρελιάρης΄) ίσως από τα αραβ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες