Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεύχος το [téfxos] Ο46 : 1α. τυπογραφικό φύλλο, συνήθ. δεκαεξασέλιδο, το οποίο αποτελεί μέρος ενός συγγράμματος που τυπώνεται τμηματικά: H εγκυκλοπαίδεια εκδίδεται σε τεύχη που κυκλοφορούν κάθε εβδομάδα. β. μικρός τόμος: Tο πρώτο / το δεύτερο ~ του βιβλίου των μαθηματικών. 2. ~ περιοδικού, καθεμιά από τις εκδόσεις του: Στο περασμένο ~ του περιοδικού σας δημοσιεύτηκε ένα ενδιαφέρον άρθρο.
[λόγ. < ελνστ. τεῦχος `ρολό παπύρου΄, αρχ. σημ.: `εργαλείο, όπλο΄]