Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεχνοτροπία η [texnotropía] Ο25 : το σύνολο των ιδιαίτερων εκφραστικών μέσων που χρησιμοποιεί ένας καλλιτέχνης ή μια ομάδα καλλιτεχνών σε μια συγκεκριμένη εποχή ή σε ένα συγκεκριμένο τόπο· στιλ: H ~ ενός ζωγράφου / ενός γλύπτη / μιας σχολής. H βυζαντινή / η δυτική ~. Έργο ρομαντικής / γοτθικής τεχνοτροπίας.
[λόγ. τεχνο- + τρόπ(ος) -ία]