Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεχνολογικός -ή -ό [texnolojikós] Ε1 : που αναφέρεται ή που βασίζεται στην τεχνολογία 1: Tεχνολογικές μέθοδοι. Tεχνολογική πρόοδος / εξέλιξη. Tεχνολογικά επιτεύγματα. ~ πολιτισμός.
[λόγ. < γαλλ. technologique < technolog(ie) = τεχνολογ(ία) 1 -ique = -ικός]