Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεχνοκρατικός -ή -ό [texnokratikós] Ε1 : που έχει σχέση με την τεχνοκρατία, που στηρίζεται σε αυτή: Στον αιώνα μας αναπτύχθηκε ο ~ πολιτισμός. Mια καθαρά τεχνοκρατική αντίληψη της ζωής έρχεται σε αντίθεση με το ανθρωπιστικό ιδεώδες.
τεχνοκρατικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αγγλ. technocratic < technocrat = τεχνοκράτ(ης) -ic = -ικός]