Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεχνοκρατία η [texnokratía] Ο25 : α. πολιτικοοικονομική θεωρία, σύμφω να με την οποία η τεχνολογική πρόοδος παίζει το σπουδαιότερο ρόλο στην ευημερία του ανθρώπου. β. σύστημα διακυβέρνησης, στο οποίο η δύναμη της εξουσίας βρίσκεται στα χέρια των τεχνικών της διοίκησης και της οικονομίας.
[λόγ. < αγγλ. technocracy < techno- = τεχνο- + -cracy = -κρατία]