Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεχνοκρίτης ο [texnokrítis] Ο10 θηλ. τεχνοκρίτης [texnokrítis] : κριτικός έργων τέχνης· τεχνοκριτικός.
[λόγ. τεχνο- + κρί(νω) -της μτφρδ. γαλλ. critique d΄art· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]