Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεχνική η [texnikí] Ο29 : το σύνολο των επιστημονικών ή εμπειρικών μεθόδων με τις οποίες ο άνθρωπος εκτελεί ένα έργο ή πετυχαίνει ένα ορισμέ νο αποτέλεσμα: H ~ της κατασκευής γεφυρών / υψηλών κτιρίων. H ~ της υφαντουργίας. H ~ των πωλήσεων. Εφαρμόζονται νέες τεχνικές για την αποδοτική καλλιέργεια της γης. Xάρη στην ~ ο άνθρωπος προσάρμοσε το περιβάλλον στα σχέδιά του. || ο ιδιαίτερος τρόπος δουλειάς ενός καλλιτέχνη: H ~ του Γκρέκο.
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. τεχνικός]