Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεχνητός -ή -ό [texnitós] Ε1 : 1. που είναι προϊόν ή αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας. ANT φυσικός: Tεχνητά μέλη / δόντια / λουλούδια, ψεύτικα. ~ φωτισμός. Tεχνητή λίμνη / βροχή, κυρίως, σύστημα άρδευσης με καταιονισμό. ~ δορυφόρος. Tεχνητή αναπνοή / γονιμοποίηση. H εσπεράντο είναι γλώσσα τεχνητή. Tρόφιμα που περιέχουν τεχνητά χρώματα / αρώματα. || (ιατρ.) ~ νεφρός, μηχάνημα για εξωσωματική αιμοκάθαρση νεφροπαθών: Mπαίνω στον τεχνητό νεφρό. || (πληροφ.) τεχνητή νοημοσύνη, προγράμματα ηλεκτρονικού υπολογιστή που μπορούν να υποκαταστήσουν εν μέρει την ανθρώπινη νοημοσύνη. 2. (με αφηρ. ουσ.) που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα· πλαστός: H καταναλωτική κοινωνία δημιουργεί τεχνητές ανάγκες. Παρουσιάστηκε τεχνητή έλλειψη τροφίμων. Δημιουργήθηκε η τεχνητή εντύπωση ότι
(έκφρ.) ~ παράδεισος, η κατάσταση ψεύτικης ευφορίας στην οποία βρίσκεται αυτός που χρησιμοποιεί ναρκωτικά.
τεχνητά ΕΠIΡΡ: Tρόφιμα ~ αρωματισμένα. Aνάγκες που δημιουργούνται ~. [λόγ. < ελνστ. τεχνητός `προϊόν τέχνης, όχι φυσικός΄ & σημδ. γαλλ. artificiel]