Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τεχνηέντως [texniéndos] επίρρ. τροπ. : (λόγ., με κάποια μειωτ. και ειρ. χροιά) με τρόπο: Kατόρθωσε ~ να του αποσπάσει χρήματα / την υπόσχεση / το μυστικό.
[λόγ. < αρχ. τεχνηέντως]