Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τεφροδόχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεφροδόχος η [tefroδóxos] Ο35 : δοχείο όπου φυλάγουν την τέφρα του νεκρού.

[λόγ. τέφρ(α) -ο- + -δόχος 2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες