Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τεφαρίκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεφαρίκι το [tefaríki] Ο44 : (προφ.) κτ. εκλεκτό και σπάνιο: ~ πράμα. Είδες ~, είδες πράμα!

[τουρκ. tefarik (από τα αραβ.) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες