Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τευτονικός -ή -ό [teftonikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Tεύτονες: Tευτονικές γλώσσες.
[λόγ. < λατ. teuton(icus) -ικός (όν. λαού Teutones `Τεύτονες΄)]