Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τετριμμένος -η -ο [tetriménos] Ε3 : (συνήθ. για λόγια, συζητήσεις) που δεν έχει πρωτοτυπία, που είναι κοινός, συνηθισμένος: Δεν είπε τίποτε το ιδιαίτερο· τετριμμένα πράγματα. Όταν μιλάει χρησιμοποιεί πολύ τετριμμένες εκφράσεις.
[λόγ. < ελνστ. τετριμμένος μππ. του αρχ. τρίβω]