Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τετραχρωμία η [tetraxromía] Ο25 : 1. η ιδιότητα του τετράχρωμου, η ύπαρξη τεσσάρων χρωμάτων. 2. (τυπ.) μέθοδος τυπογραφικής αναπαραγωγής εικόνων με τέσσερα χρώματα, δηλαδή με κίτρινο, κόκκινο, μπλε και μαύ ρο. || (επέκτ.) εικόνα που τυπώθηκε με τη μέθοδο της τετραχρωμίας.
[λόγ.: 1: τετράχρωμ(ος) -ία· 2: σημδ. γερμ. Vierfarbendruck]