Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τετρασέλιδος -η -ο [tetraséliδos] Ε5 : που αποτελείται από τέσσερις σελί δες: Tετρασέλιδη εφημερίδα. || (ως ουσ., τυπ.) το τετρασέλιδο, το ένα τέταρτο του τυπογραφικού φύλλου.
[λόγ. τετρα- + σελιδ- (δες σελίδα) -ος]