Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τετραπλασιάζω [tetraplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. τέσσερις φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο: Mέσα σε λίγα χρόνια τετραπλασίασε την περιουσία του.
[λόγ. < ελνστ. τετραπλασιάζω]