Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τετραπέρατος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τετραπέρατος -η -ο [tetrapératos] Ε5 : πάρα πολύ έξυπνος: Ο πιτσιρίκος φαίνεται ~. Aυτός είναι ~, δεν τον γελάς εύκολα.

[ελνστ. τετραπέρατος `που έχει τέσσερα πέρατα, δηλ. ο κόσμος΄, για κπ. που έχει γνωρίσει και τα τέσσερα πέρατα του κόσμου, κοσμογυρισμένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες