Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τετραπέρατος -η -ο [tetrapératos] Ε5 : πάρα πολύ έξυπνος: Ο πιτσιρίκος φαίνεται ~. Aυτός είναι ~, δεν τον γελάς εύκολα.
[ελνστ. τετραπέρατος `που έχει τέσσερα πέρατα, δηλ. ο κόσμος΄, για κπ. που έχει γνωρίσει και τα τέσσερα πέρατα του κόσμου, κοσμογυρισμένος]